- καθέτως
- κάθετοςlet downadverbialκάθετοςlet downmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάθετος — η, ο, θηλ. και ος (Α κάθετος ον) [καθίημι] 1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια τής γης 2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή») 3 … Dictionary of Greek
καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… … Dictionary of Greek
γερανογέφυρα — Μηχανή για την ανύψωση φορτίων και τη μεταφορά τους από ένα σημείο σε οποιοδήποτε άλλο μέσα σε περιορισμένο χώρο. Αποτελείται από μια μεταλλική κατασκευή (γέφυρα), της οποίας τα άκρα στηρίζονται σε φορείο και κυλούν πάνω σε ζεύγος σιδηροτροχιών… … Dictionary of Greek
εντερόνεια — η (Α ἐντερόνεια) 1. η εντεριώνη 2. η εσωτερική επένδυση τού πλοίου, τα μαδέρια ή τα χαλύβδινα ελάσματα που είναι προσηλωμένα καθέτως προς τους νομείς από την εσωτερική πλευρά … Dictionary of Greek
ευθύταρσος — η, ο (για ίππους) αυτός που έχει τους ταρσούς καθέτως προς τα μετατάρσια χωρίς να σχηματίζεται η φυσική γωνία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ταρσός] … Dictionary of Greek
ημικίονας — Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Σημαίνει την κολόνα (τον κίονα) που στο μισό της διαμέτρου της εισχωρούσε σε τοίχο ή σε βάθρο. * * * και ημικίων, ο μισός κίονας διχοτομημένος καθέτως που τοποθετείται ως παραστάδα, αλλ. ημιστύλιο.… … Dictionary of Greek
ιστόπους — ἱστόπους, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ ἱστόποδες τα δύο μακριά ξύλα τού αργαλειού μεταξύ τών οποίων εκτείνεται καθέτως το ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + πους (< πούς), πρβλ. ναυσί πους, πτερό πους] … Dictionary of Greek
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek
κιγκλίδωμα — Περίφραγμα από μέταλλο, ξύλο ή μάρμαρο, το οποίο τοποθετείται σε ανοίγματα και εξώστες κτιρίων. Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό ενός ή για τον διαχωρισμό δύο χώρων, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία. Δείγματα κ. από την κλασική αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
παραλλάσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν 1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.) 2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῑς… … Dictionary of Greek